- μοσκάτος
- -η, -οβλ. μοσχάτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσχάτος — και μοσκάτος και μουσκάτος, η, ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, η, ον) 1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών… … Dictionary of Greek